Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐρύστομος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à large bouche;<br /><b>2</b> à large ouverture.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à large bouche;<br /><b>2</b> à large ouverture.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[στόμα]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ [[στόμα]], πλατύτερο από το συνηθισμένο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ [[στόμιο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ευρύστομος]]<br />[[γένος]] κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>στομος</i>, <i>ελευθερό</i>-<i>στομος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύστομος Medium diacritics: εὐρύστομος Low diacritics: ευρύστομος Capitals: ΕΥΡΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: eurýstomos Transliteration B: eurystomos Transliteration C: evrystomos Beta Code: eu)ru/stomos

English (LSJ)

ον,

   A widemouthed, μῆτραι Hp.Mul.1.48, cf. X.Eq.10.10, Ath.10.453a.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breitem Munde, weiter Oeffnung, Hippocr.; Xen. Equ. 10, 10; von Menschen, bei Ath. X, 453 a; κλίβανος Strab. XVI, 754.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύστομος: -ον, ἔχων εὐρὺ στόμα, Ἱππ. 609, 12, Ξεν. Ἱππ. 10. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à large bouche;
2 à large ouverture.
Étymologie: εὐρύς, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύστομος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο
νεοελλ.
1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο
2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος
γένος κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae
μσν.-αρχ.
αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, ελευθερό-στομος].