εὐσύστατος: Difference between revisions
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_16) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσύστατος''': -ον, [[καλῶς]] συνιστάμενος, [[εὐσχημάτιστος]], ἔμβρυα εὐσύστατα ἐκβάλλει Μatthaei Μed. 122. | |lstext='''εὐσύστατος''': -ον, [[καλῶς]] συνιστάμενος, [[εὐσχημάτιστος]], ἔμβρυα εὐσύστατα ἐκβάλλει Μatthaei Μed. 122. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐσύστατος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει [[συνοχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται [[φίλος]] εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συ</i>-[[στατός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>-[[ίστημι]] «[[συνδέω]], [[συνάπτω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of proper consistency, Crito ap. Gal.13.884; ἔμβρυα εὐ. Antyll. ap. Orib.6.31.5 codd. (nisi leg. ἀσύστ-). II easy to make friends with, Vett.Val.39.14.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύστατος: -ον, καλῶς συνιστάμενος, εὐσχημάτιστος, ἔμβρυα εὐσύστατα ἐκβάλλει Μatthaei Μed. 122.
Greek Monolingual
εὐσύστατος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει συνοχή
αρχ.
αυτός που γίνεται φίλος εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συ-στατός (< συν-ίστημι «συνδέω, συνάπτω»)].