εὐφάρμακος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(6_17) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐφάρμᾰκος''': -ον, ἔχων ἀφθονίαν φαρμάκων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 3. ΙΙ. = «[[εὔχροος]]» Ἡσύχ. | |lstext='''εὐφάρμᾰκος''': -ον, ἔχων ἀφθονίαν φαρμάκων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 3. ΙΙ. = «[[εὔχροος]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐφάρμακος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αφθονία]] από βότανα χρήσιμα στη [[φαρμακευτική]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «εὐφάρμακον, τὸ εὔχροον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A abounding in drugs, ὄρος Thphr.HP9.10.3.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφάρμᾰκος: -ον, ἔχων ἀφθονίαν φαρμάκων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 3. ΙΙ. = «εὔχροος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
εὐφάρμακος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αφθονία από βότανα χρήσιμα στη φαρμακευτική
2. (κατά τον Ευστ.) «εὐφάρμακον, τὸ εὔχροον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φάρμακον.