ἐχιδνοφαγία: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_11) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχιδνοφαγία''': ἡ, τὸ ἐσθίειν ἐχίδνας, Διοσκ. 1. 234. | |lstext='''ἐχιδνοφαγία''': ἡ, τὸ ἐσθίειν ἐχίδνας, Διοσκ. 1. 234. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐχιδνοφαγία]], ἡ (Α)<br />το να τρώει [[κάποιος]] έχιδνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>φαγος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[εσθίω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αερο</i>-<i>φαγία</i>, <i>πολυ</i>-<i>φαγία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A eating of vipers, Dsc.Eup.1.227.
German (Pape)
[Seite 1126] ἡ, das Essen von Nattern, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχιδνοφαγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν ἐχίδνας, Διοσκ. 1. 234.
Greek Monolingual
ἐχιδνοφαγία, ἡ (Α)
το να τρώει κάποιος έχιδνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -φαγία (< -φαγος < θ. φαγ- του αορ. β' έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. αερο-φαγία, πολυ-φαγία].