ἡμίβιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμίβιος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶν, [[ἡμίζωος]], [[ἡμιθανής]], τοὺς δέ ἡμιβίους ἐναρίζει Μανέθων 2. 358. | |lstext='''ἡμίβιος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶν, [[ἡμίζωος]], [[ἡμιθανής]], τοὺς δέ ἡμιβίους ἐναρίζει Μανέθων 2. 358. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμίβιος]], -ον (Α)<br />μισοζωντανός, [[ημιθανής]], [[μισοπεθαμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>βιος</i>, <i>έμ</i>-<i>βιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A half-alive, Man.2.358.
German (Pape)
[Seite 1167] halb lebend, Man. 2, 358.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίβιος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶν, ἡμίζωος, ἡμιθανής, τοὺς δέ ἡμιβίους ἐναρίζει Μανέθων 2. 358.
Greek Monolingual
ἡμίβιος, -ον (Α)
μισοζωντανός, ημιθανής, μισοπεθαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφί-βιος, έμ-βιος].