ἡλοπαγής: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(6_7) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡλοπᾰγής''': -ές, ([[πήγνυμι]]) ἠσφαλισμένος, ἐστερεωμένος διὰ καρφίων, καρφωμένος, Μανέθων 1. 149. | |lstext='''ἡλοπᾰγής''': -ές, ([[πήγνυμι]]) ἠσφαλισμένος, ἐστερεωμένος διὰ καρφίων, καρφωμένος, Μανέθων 1. 149. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἡλοπαγής]], -ές)<br />ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i>, αόρ. του <i>πήγνυμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξυλο</i>-<i>παγής</i>, <i>προσωπο</i>-<i>παγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (πήγνυμι)
A fixed with nails, Man.1.149.
German (Pape)
[Seite 1163] ές, mit Nägeln befestigt, Man. 1, 149.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἠσφαλισμένος, ἐστερεωμένος διὰ καρφίων, καρφωμένος, Μανέθων 1. 149.
Greek Monolingual
-ές (Α ἡλοπαγής, -ές)
ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -παγής (< επάγην, αόρ. του πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο-παγής, προσωπο-παγής].