ἡμιτέλεστος: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à moitié fini.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[τελέω]]. | |btext=ος, ον :<br />à moitié fini.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[τελέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμιτέλεστος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> Ημιτελής, μισοτελειωμένος<br /><b>2.</b> (για [[βρέφος]]) [[ατελής]], που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τελεστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τελώ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (τελέω)
A half-finished, Th.3.3, dub. in D.H.1.59, etc.; of a lady's hair, half-done, Aeschin.Socr.18; of a child, Nonn.D.1.5.
German (Pape)
[Seite 1170] halb vollendet, Thuc. 3, 3 u. Sp., wie D. Hal. 1, 59; D. C. 37, 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτέλεστος: -ον, (τελέω), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· βρέφος Νόνν. Δ. 1. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié fini.
Étymologie: ἡμι-, τελέω.
Greek Monolingual
ἡμιτέλεστος, -ον (AM)
1. Ημιτελής, μισοτελειωμένος
2. (για βρέφος) ατελής, που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τελεστός (< τελώ)].