θέλκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
(6_2)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέλκτωρ''': [[θελκτήρ]], Σουΐδ. ([[οὕτως]] ὁ Δινδ. ἀντὶ θελκτώ)· θέλκτορι ὀρθῶς γράφεται ὑπὸ τοῦ Bothe ἀντὶ θεάκτορι (κατὰ τὸ Μεδ. χειρόγρ.) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040.
|lstext='''θέλκτωρ''': [[θελκτήρ]], Σουΐδ. ([[οὕτως]] ὁ Δινδ. ἀντὶ θελκτώ)· θέλκτορι ὀρθῶς γράφεται ὑπὸ τοῦ Bothe ἀντὶ θεάκτορι (κατὰ τὸ Μεδ. χειρόγρ.) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040.
}}
{{grml
|mltxt=[[θέλκτωρ]], ό (Α) [[θέλγω]]<br />[[θελκτήρ]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλκτωρ Medium diacritics: θέλκτωρ Low diacritics: θέλκτωρ Capitals: ΘΕΛΚΤΩΡ
Transliteration A: thélktōr Transliteration B: thelktōr Transliteration C: thelktor Beta Code: qe/lktwr

English (LSJ)

   A = θελκτήρ, A.Supp.1040 (lyr., θεάκτ- cod. M), cf. Suid. (θελκτώ codd.).

German (Pape)

[Seite 1193] ορος, = θελκτήριος, Πειθώ Aeschyl. Suppl. 1023.

Greek (Liddell-Scott)

θέλκτωρ: θελκτήρ, Σουΐδ. (οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ θελκτώ)· θέλκτορι ὀρθῶς γράφεται ὑπὸ τοῦ Bothe ἀντὶ θεάκτορι (κατὰ τὸ Μεδ. χειρόγρ.) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040.

Greek Monolingual

θέλκτωρ, ό (Α) θέλγω
θελκτήρ.