θεραπίς: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(6_12)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θερᾰπίς''': -ίδος, ἡ, = [[θεραπαινίς]], τοῦ ἥττονος θ., εὐνοοῦσα τὸ ἀσθενέστερον [[μέρος]], Πλάτ. Μενεξ. 244Ε.
|lstext='''θερᾰπίς''': -ίδος, ἡ, = [[θεραπαινίς]], τοῦ ἥττονος θ., εὐνοοῦσα τὸ ἀσθενέστερον [[μέρος]], Πλάτ. Μενεξ. 244Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεραπίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[θέραψ]]<br />η [[θεραπαινίδα]] («[[λίαν]] [[φιλοικτίρμων]] ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος [[θεραπίς]]» — [[είναι]] πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπίς Medium diacritics: θεραπίς Low diacritics: θεραπίς Capitals: ΘΕΡΑΠΙΣ
Transliteration A: therapís Transliteration B: therapis Transliteration C: therapis Beta Code: qerapi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A paying court to, favouring, πόλις τοῦ ἥττονος θ. Pl.Mx.244e.

German (Pape)

[Seite 1200] ίδος, ἡ, die Dienerinn, dienend, τοῦ ἥττονος Plat. Menex. 244 e.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπίς: -ίδος, ἡ, = θεραπαινίς, τοῦ ἥττονος θ., εὐνοοῦσα τὸ ἀσθενέστερον μέρος, Πλάτ. Μενεξ. 244Ε.

Greek Monolingual

θεραπίς, -ίδος, ἡ (Α) θέραψ
η θεραπαινίδαλίαν φιλοικτίρμων ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος θεραπίς» — είναι πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, Πλάτ.).