θινώδης: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />couvert de sable, de dunes.<br />'''Étymologie:''' [[θίς]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />couvert de sable, de dunes.<br />'''Étymologie:''' [[θίς]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[θινώδης]], -ες (Α) [[θις]]<br /><b>1.</b> [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες [[ἄγκιστρον]]» — [[άγκυρα]] στην άμμο).
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῑνώδης Medium diacritics: θινώδης Low diacritics: θινώδης Capitals: ΘΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: thinṓdēs Transliteration B: thinōdēs Transliteration C: thinodis Beta Code: qinw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a sandy beach, sandy, Str.8.3.14; θ. ἄγκιστρον an anchor on the sand, Trag.Adesp.379.

German (Pape)

[Seite 1212] ες, dünenartig, sandig; αἰγιαλός Strab. VIII, 344; τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut. Flam. 20; θινῶδες ὡς ἄγκιστρον ἀγκύρας σάλῳ, poet. bei Plut. de virt. mor. 6, wie der Anker im Sande nicht festhaftet.

Greek (Liddell-Scott)

θῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀμμώδει ἀκτῇ, ἀμμώδης, Στράβ. 344· θινῶδες ἄγκιστρον, ἄγκυρα ἐν τῇ ἄμμῳ, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 446Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
couvert de sable, de dunes.
Étymologie: θίς, -ωδης.

Greek Monolingual

θινώδης, -ες (Α) θις
1. αμμώδης
2. αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες ἄγκιστρον» — άγκυρα στην άμμο).