θριαί: Difference between revisions
(13_5) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] αἱ, nach VLL. Nymphen, Ammen des Apollo, die eine besondere Art des Weissagens aus Steinchen erfanden; welche Steinchen oder die Weissagungen aus denselben bei Call. H. Apoll. 45 neben μάντιες auch [[θριαί]] heißen, Schol. μαντικαὶ ψῆφοι. Vgl. Zenob. 5, 75 u. Lob. Aglaopham. II p. 814 f. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] αἱ, nach VLL. Nymphen, Ammen des Apollo, die eine besondere Art des Weissagens aus Steinchen erfanden; welche Steinchen oder die Weissagungen aus denselben bei Call. H. Apoll. 45 neben μάντιες auch [[θριαί]] heißen, Schol. μαντικαὶ ψῆφοι. Vgl. Zenob. 5, 75 u. Lob. Aglaopham. II p. 814 f. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θριαί]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> οι νύμφες του Παρνασσού, τροφοί του Απόλλωνος<br /><b>2.</b> οι ψήφοι, τα χαλικάκια με τα οποία γινόταν η [[μαντεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέθηκε από τους αρχαίους με τα [[θρίαμβος]], το αριθμητ. [[τρεις]] και, [[τέλος]], με το <i>θρία</i> «φύλλα συκιάς».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θριάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶν, αἱ,
A pebbles used in divination, Philoch.196, Call.Ap.45, cf. Sch. ad loc., EM455.34. II personified as nymphs of Parnassus, Philoch. l.c., Sch.Call.l.c., dub. cj. in h.Merc.552.
German (Pape)
[Seite 1218] αἱ, nach VLL. Nymphen, Ammen des Apollo, die eine besondere Art des Weissagens aus Steinchen erfanden; welche Steinchen oder die Weissagungen aus denselben bei Call. H. Apoll. 45 neben μάντιες auch θριαί heißen, Schol. μαντικαὶ ψῆφοι. Vgl. Zenob. 5, 75 u. Lob. Aglaopham. II p. 814 f.
Greek Monolingual
θριαί, αἱ (Α)
1. οι νύμφες του Παρνασσού, τροφοί του Απόλλωνος
2. οι ψήφοι, τα χαλικάκια με τα οποία γινόταν η μαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέθηκε από τους αρχαίους με τα θρίαμβος, το αριθμητ. τρεις και, τέλος, με το θρία «φύλλα συκιάς».
ΠΑΡ. αρχ. θριάζω.