θύρετρον: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>d’ord. au pl.</i> τὰ θύρετρα;<br />châssis d’une porte ; porte.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>d’ord. au pl.</i> τὰ θύρετρα;<br />châssis d’une porte ; porte.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θύρετρον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τά [[θύρετρα]]<br /><b>1.</b> η [[θύρα]]<br /><b>2.</b> το [[πλαίσιο]] της θύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρον</i> (η οποία [[συνήθως]] σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ' επίδρασιν του <i>ημέλεθρον</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1227] τό, Thür, Hom., Pind. I. 6, 6, Eur. Or. 1474 u. öfter, im plur.; seltener in Prosa, Xen. An. 5, 2, 13; der sing. Agath. 8 (V, 294) Luc. Philops.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d’ord. au pl. τὰ θύρετρα;
châssis d’une porte ; porte.
Étymologie: θύρα.

Greek Monolingual

θύρετρον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τά θύρετρα
1. η θύρα
2. το πλαίσιο της θύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κατάλ. -τρον (η οποία συνήθως σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ' επίδρασιν του ημέλεθρον].