θρῦλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />murmure, bruit, rumeur.<br />'''Étymologie:''' [[θρέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />murmure, bruit, rumeur.<br />'''Étymologie:''' [[θρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ θρῡλος και [[θρύλλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />προφορική [[παράδοση]] που μεταβιβάζεται από την παλιότερη [[γενιά]] στη νεώτερη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φήμη]], [[θρύλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κραυγή]], βοή, [[θόρυβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θρυλώ]]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῦλος Medium diacritics: θρῦλος Low diacritics: θρύλος Capitals: ΘΡΥΛΟΣ
Transliteration A: thrŷlos Transliteration B: thrylos Transliteration C: thrylos Beta Code: qru=los

English (LSJ)

ὁ,

   A noise as of many voices, murmur, Batr.135, Orph.Fr. 286 (pl.,= Cat.Cod.Astr.2.199), Demetr.Lac.Herc.1786.1 F., Anon. ap.Suid.—This word and its cognates are written with one λ in Papyri and best codd. (cf. Eust.1307.42), with λλ (as Batr.l.c.) in inferior codd., also in PLips.40 ii 10 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

θρῦλος: ὁ, ὅμοιον τῷ θρόος, θόρυβος (θρέομαι), θόρυβος ὡς πολλῶν φωνῶν, κραυγή, βοή, γογγυσμός, Βατραχομ. 135, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. - Πᾶσαι αὗται αἱ ἐκ τοῦ θρῦλος λέξεις συνήθως ἐγράφοντο διὰ δύο λ. Ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιφράφ. καὶ οἱ κράτιστοι τῶν Γραμμ. γράφουσιν αὐτὰς δι’ ἑνὸς λ (τὸ δὲ υ εἶναι φύσει μακρὸν), ὡς ἐν Ἐτυμ. Μ. σ. 456. 39, Εὐστ. 1307. 42· καὶ ὁ τύπος οὗτος ἀποκατεστάθη ἤδη πανταχοῦ, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 348.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
murmure, bruit, rumeur.
Étymologie: θρέω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θρῡλος και θρύλλος)
νεοελλ.
προφορική παράδοση που μεταβιβάζεται από την παλιότερη γενιά στη νεώτερη
νεοελλ.-μσν.
φήμη, θρύλημα
αρχ.
κραυγή, βοή, θόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θρυλώ].