ἰκμαδώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰκμᾰδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὑγρὸς, [[πλήρης]] ἰκμάδος, Σχολ. εἰς Ὀδ. Α. 7, καὶ [[ἰκμώδης]], ες, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 88.
|lstext='''ἰκμᾰδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὑγρὸς, [[πλήρης]] ἰκμάδος, Σχολ. εἰς Ὀδ. Α. 7, καὶ [[ἰκμώδης]], ες, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 88.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰκμαδώδης]], -ες (Α) [[ικμάς]]<br />[[γεμάτος]] [[ικμάδα]], [[νοτερός]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκμᾰδώδης Medium diacritics: ἰκμαδώδης Low diacritics: ικμαδώδης Capitals: ΙΚΜΑΔΩΔΗΣ
Transliteration A: ikmadṓdēs Transliteration B: ikmadōdēs Transliteration C: ikmadodis Beta Code: i)kmadw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A moist, wet, Hsch.s.v. ἴκμενος, dub. in Sch.Arat. 1065: ἰκματώδης in Ach.Tat.Intr.34.

German (Pape)

[Seite 1248] ες, feucht, Schol. Od. 11, 7 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκμᾰδώδης: -ες, (εἶδος) ὑγρὸς, πλήρης ἰκμάδος, Σχολ. εἰς Ὀδ. Α. 7, καὶ ἰκμώδης, ες, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 88.

Greek Monolingual

ἰκμαδώδης, -ες (Α) ικμάς
γεμάτος ικμάδα, νοτερός.