ἱμεροθαλής: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à la verdure riante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵμερος]], [[θάλλω]].
|btext=ής, ές :<br />à la verdure riante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵμερος]], [[θάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱμεροθαλής]], -ές (Α)<br />αυτός που θάλλει [[γλυκά]] («ἱμεροθαλὲς ἔαρ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλος]], <i>το</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-<i>θαλής</i>, <i>πολυ</i>-<i>θαλής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμεροθᾱλής Medium diacritics: ἱμεροθαλής Low diacritics: ιμεροθαλής Capitals: ΙΜΕΡΟΘΑΛΗΣ
Transliteration A: himerothalḗs Transliteration B: himerothalēs Transliteration C: imerothalis Beta Code: i(meroqalh/s

English (LSJ)

ές, (θάλλω) Dor. for -θηλής,

   A sweetly blooming, ἔαρ AP9.564 (Nicias): vulg. ἡμεροθ-.

German (Pape)

[Seite 1253] ές, lieblich blühend, ἔαρ Nic. ep. 7 (IX, 564).

Greek (Liddell-Scott)

ἱμεροθᾱλής: -ές, (θάλλω) Δωρ. ἀντὶ τοῦ -θηλής, ἡδέως θάλλων, ἀνθῶν, ἔαρ Ἀνθ. Π. 9. 564· συνήθ. ἡμεροθ-.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la verdure riante.
Étymologie: ἵμερος, θάλλω.

Greek Monolingual

ἱμεροθαλής, -ές (Α)
αυτός που θάλλει γλυκά («ἱμεροθαλὲς ἔαρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -θαλής (< θάλος, το), πρβλ. ετερο-θαλής, πολυ-θαλής].