ἰξευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἰξευτής]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἰξευτής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰξευτήρ]] -ῆρος, ὁ (Α) [[ιξεύω]]<br />αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με [[ιξόβεργα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A fowler, Man.4.339.
German (Pape)
[Seite 1255] ῆρος, ὁ, Vogelsteller mit Leimruthen, Man. 4, 339.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ δι’ ἰξευτικῶν καλάμων, δηλ. μὲ «ἰξόβεργας» συλλαμβάνων πτηνά, Μανέθων 4. 339.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. ἰξευτής.
Greek Monolingual
ἰξευτήρ -ῆρος, ὁ (Α) ιξεύω
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα.