ἰσομετρία: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />mesure égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμετρος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />mesure égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμετρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἰσομετρία]]) [[ισόμετρος]]<br />[[ισότητα]] μέτρου, [[ισότητα]] [[προς]] [[κάτι]] που λαμβάνεται ως [[μέτρο]], [[ισότητα]] ενός πράγματος [[προς]] [[άλλο]] με [[βάση]] κάποιο [[μέτρο]], [[συμμετρία]], [[συμμετρικότητα]], [[αναλογία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A equality of measure, Arist.Fr. 47.
German (Pape)
[Seite 1265] ἡ, gleiches Maaß, Plut. de music. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομετρία: ἡ, ἰσότης μέτρου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mesure égale.
Étymologie: ἰσόμετρος.
Greek Monolingual
η (Α ἰσομετρία) ισόμετρος
ισότητα μέτρου, ισότητα προς κάτι που λαμβάνεται ως μέτρο, ισότητα ενός πράγματος προς άλλο με βάση κάποιο μέτρο, συμμετρία, συμμετρικότητα, αναλογία.