ἰσόχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσόχρῡσος''': -ον, [[ἴσος]] χρυσῷ, ἔχων ἀξίαν ἴσου βάρους χρυσοῦ, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 305Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1227.
|lstext='''ἰσόχρῡσος''': -ον, [[ἴσος]] χρυσῷ, ἔχων ἀξίαν ἴσου βάρους χρυσοῦ, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 305Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1227.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσόχρυσος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] ίση με ίσο [[βάρος]] χρυσού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόχρυσον</i><br />[[ονομασία]] αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χρυσός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγό</i>-<i>χρυσος</i>, <i>ψευδό</i>-<i>χρυσος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόχρῡσος Medium diacritics: ἰσόχρυσος Low diacritics: ισόχρυσος Capitals: ΙΣΟΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: isóchrysos Transliteration B: isochrysos Transliteration C: isochrysos Beta Code: i)so/xrusos

English (LSJ)

ον,

   A like gold, worth its weight in gold, Archipp.49, Archestr.Fr.15.3.    II ἰσόχρυσον, τό, name of an eyesalve, CIL13.10021.85, Gal.12.785.

German (Pape)

[Seite 1268] goldgleich, dem Golde an Werth gleich, mit Gold aufgewogen; κάπρος Archestrat. bei Ath. VII, 305 e; Archipp. Poll. 6, 174.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόχρῡσος: -ον, ἴσος χρυσῷ, ἔχων ἀξίαν ἴσου βάρους χρυσοῦ, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 305Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1227.

Greek Monolingual

ἰσόχρυσος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία ίση με ίσο βάρος χρυσού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόχρυσον
ονομασία αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χρυσός (< χρυσός), πρβλ. ολιγό-χρυσος, ψευδό-χρυσος].