ἰσχυροπότης: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(6_19) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχῡροπότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων ἰσχυρῶς, ὁ πίνων πολύ, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ζαπότης]]. | |lstext='''ἰσχῡροπότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων ἰσχυρῶς, ὁ πίνων πολύ, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ζαπότης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχυροπότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που πίνει πολύ. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A gloss on ζαπότης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1273] ὁ, starker Trinker, Hesych., Erkl. von ζαπότης.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡροπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων ἰσχυρῶς, ὁ πίνων πολύ, Ἡσύχ. ἐν λ. ζαπότης.
Greek Monolingual
ἰσχυροπότης, ὁ (Α)
αυτός που πίνει πολύ.