ἰσχυριείω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_8)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡριείω''': ἐφετικὸν ἐκ τοῦ ἑπομένου, τολμῶ ἢ ἐπιθυμῶ νὰ διϊσχυρισθῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Γαλην. 12. σ. 290.
|lstext='''ἰσχῡριείω''': ἐφετικὸν ἐκ τοῦ ἑπομένου, τολμῶ ἢ ἐπιθυμῶ νὰ διϊσχυρισθῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Γαλην. 12. σ. 290.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυριείω]] (Α)<br />[[επιθυμώ]] να ισχυριστώ [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εφετικό ρ. του τ. [[ἰσχυρίζομαι]]: <i>ἰσχυρι</i>-<i>είω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχυριοῦμαι</i>, μέλλ. του [[ἰσχυρίζομαι]]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡριείω Medium diacritics: ἰσχυριείω Low diacritics: ισχυριείω Capitals: ΙΣΧΥΡΙΕΙΩ
Transliteration A: ischyrieíō Transliteration B: ischyrieiō Transliteration C: ischyrieio Beta Code: i)sxuriei/w

English (LSJ)

Desiderat. from sq.,

   A venture to affirm, Hp.Art.1, cf. Gal.18(1).309.

German (Pape)

[Seite 1273] desiderat. zu ἰσχυρίζομαι, Luft haben zu behaupten, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡριείω: ἐφετικὸν ἐκ τοῦ ἑπομένου, τολμῶ ἢ ἐπιθυμῶ νὰ διϊσχυρισθῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Γαλην. 12. σ. 290.

Greek Monolingual

ἰσχυριείω (Α)
επιθυμώ να ισχυριστώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό ρ. του τ. ἰσχυρίζομαι: ἰσχυρι-είω < ἰσχυριοῦμαι, μέλλ. του ἰσχυρίζομαι].