καθυποπτεύω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(6_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυποπτεύω''': [[ὑποπτεύω]], ἀμφότερα ἐν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1.
|lstext='''καθυποπτεύω''': [[ὑποπτεύω]], ἀμφότερα ἐν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθυποπτεύω]] (Α)<br />(επιτατ. του [[υποπτεύω]])<br /><b>1.</b> [[υποπτεύομαι]], [[υποψιάζομαι]]<br /><b>2.</b> [[σκέπτομαι]], [[συλλογίζομαι]], [[μελετώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπ</i>-[[οπτεύω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὕπ</i>-<i>οπτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυποπτεύω Medium diacritics: καθυποπτεύω Low diacritics: καθυποπτεύω Capitals: ΚΑΘΥΠΟΠΤΕΥΩ
Transliteration A: kathypopteúō Transliteration B: kathypopteuō Transliteration C: kathypopteyo Beta Code: kaqupopteu/w

English (LSJ)

   A suspect, f.l. in Arist.Rh.Al.1426b28 (Pass.) (ὑπ- PHib. 1.26.302).

German (Pape)

[Seite 1290] verdächtig machen, argwöhnen, ἀδικημάτων κατηγορηθέντων ἢ καθυποπτευθέντων Arist. rhet. Alex. 5.

Greek (Liddell-Scott)

καθυποπτεύω: ὑποπτεύω, ἀμφότερα ἐν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1.

Greek Monolingual

καθυποπτεύω (Α)
(επιτατ. του υποπτεύω)
1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι
2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπ-οπτεύω (< ὕπ-οπτος)].