καθυποπτεύω
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
suspect, f.l. in Arist.Rh.Al.1426b28 (Pass.) (ὑπ- PHib. 1.26.302).
German (Pape)
[Seite 1290] verdächtig machen, argwöhnen, ἀδικημάτων κατηγορηθέντων ἢ καθυποπτευθέντων Arist. rhet. Alex. 5.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠποπτεύω: питать подозрение, подозревать: ἀδικήματα κατηγορηθέντα ἢ καθυποπτευθέντα Arst. проступки, являющиеся предметом осуждения или (только) подозрения.
Greek (Liddell-Scott)
καθυποπτεύω: ὑποπτεύω, ἀμφότερα ἐν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1.
Greek Monolingual
καθυποπτεύω (Α)
(επιτατ. του υποπτεύω)
1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι
2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπ-οπτεύω (< ὕπ-οπτος)].
Translations
suspect
Ancient Greek: ἐξυπονοέω, ἐξυπονοῶ, καθυπονοέω, καθυπονοῶ, καθυποπτεύω, κατεικάζω, οἴομαι, ὀΐομαι, συνυποπτεύω, ὑπολαμβάνω, ὑπονοέω, ὑπονοῶ, ὑποπτεύω, ὑποτοπέω, ὑποτοπῶ, ὑφοράομαι, ὑφοράω, ὑφορῶ, ὑφορῶμαι; Belarusian: падазраваць, западозрыць; Bulgarian: подозирам, подозра; Catalan: sospitar; Chinese Mandarin: 懷疑/怀疑, 嫌疑; Danish: mistro; Dutch: wantrouwen, twijfelen aan, betwijfelen; Esperanto: suspekti; Finnish: epäillä; French: soupçonner; Galician: sospeitar; German: misstrauen; Greek: υποπτεύομαι; Hungarian: kételkedik, kétell, kételyei vannak … felől, kétségei vannak … felől; Irish: amhras a bheith agat ar; Javanese: cubriya, nyubriyani; Kabuverdianu: diskunfia, deskonfiá; Latin: suspicio; Macedonian: се сомнева; Portuguese: suspeitar; Russian: подозревать, заподозрить; Spanish: sospechar; Swedish: misstänka, vara tveksam till; Ukrainian: підозрювати, запідозрити; Yiddish: חושד זײַן