κακόγλωσσος: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui annonce un malheur.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[γλῶσσα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui annonce un malheur.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[γλῶσσα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόγλωσσος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[γλώσσα]], [[κακολόγος]], [[κουτσομπόλης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα [[λόγια]] της [[κακό]] στον εαυτό της<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βοή [[κακόγλωσσος]]» — [[κραυγή]] που προμηνύει [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελευθερό</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>γλωσσος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, E.Hec.661. II bringing evil [on oneself] by one's tongue, of Niobe, Call.Del.96.
German (Pape)
[Seite 1299] von böser, Unglück redender Zunge; βοή, Unglücksklagen, Eur. Hec. 661; Νιόβη, die zu ihrem Unglück gesprochen, Callim. Del. 96; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόγλωσσος: -ον, κακόγλωσσος βοή, κραυγὴ δυστυχίας, Εὐρ. Ἑκ. 661. ΙΙ. ἐπιφέρων κακὸν (εἰς ἑαυτὸν) διὰ τῆς γλώσσης του, λαλῶν πρὸς ἰδίαν αὑτοῦ βλάβην, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Καλλ. εἰς Δῆλον 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui annonce un malheur.
Étymologie: κακός, γλῶσσα.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει κακή γλώσσα, κακολόγος, κουτσομπόλης
αρχ.
1. (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα λόγια της κακό στον εαυτό της
2. φρ. «βοή κακόγλωσσος» — κραυγή που προμηνύει κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ελευθερό-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].