καλλιλαμπέτης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_19)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιλαμπέτης''': -ου, ὁ, ὁ [[καλῶς]] λάμπων, Ἥλιος Ἀνακρ. 25.
|lstext='''καλλιλαμπέτης''': -ου, ὁ, ὁ [[καλῶς]] λάμπων, Ἥλιος Ἀνακρ. 25.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιλαμπέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που λάμπει ωραία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λαμπέτης]] «[[λαμπρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]])].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιλαμπέτης Medium diacritics: καλλιλαμπέτης Low diacritics: καλλιλαμπέτης Capitals: ΚΑΛΛΙΛΑΜΠΕΤΗΣ
Transliteration A: kallilampétēs Transliteration B: kallilampetēs Transliteration C: kallilampetis Beta Code: kallilampe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A beautifully shining, Ἥλιος Anacr. 27.

German (Pape)

[Seite 1310] ὁ, schön leuchtend, ἥλιος Anacr. bei E. M. 670, 19.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιλαμπέτης: -ου, ὁ, ὁ καλῶς λάμπων, Ἥλιος Ἀνακρ. 25.

Greek Monolingual

καλλιλαμπέτης, ὁ (Α)
αυτός που λάμπει ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + λαμπέτης «λαμπρός» (< λάμπω)].