καλλιλαμπέτης

English (LSJ)

καλλιλαμπέτου, ὁ, beautifully shining, Ἥλιος Anacr. 27.

German (Pape)

[Seite 1310] ὁ, schön leuchtend, ἥλιος Anacr. bei E. M. 670, 19.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐλαμπέτης: ου adj. m прекрасно сияющий, лучезарный (ἥλιος Anacr.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλιλαμπέτης: -ου, ὁ, ὁ καλῶς λάμπων, Ἥλιος Ἀνακρ. 25.

Greek Monolingual

καλλιλαμπέτης, ὁ (Α)
αυτός που λάμπει ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + λαμπέτης «λαμπρός» (< λάμπω)].