καμπυλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />de forme courbe.<br />'''Étymologie:''' [[καμπύλος]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />de forme courbe.<br />'''Étymologie:''' [[καμπύλος]], [[εἶδος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[καμπυλοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει καμπύλο [[σχήμα]], καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καμπυλοειδῶς</i> (Α)<br />με τρόπο καμπυλοειδή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ατρακτο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σφαιρο</i>-<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A appearingcrooked, φαντασία Plu.2.1121c.
German (Pape)
[Seite 1319] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.
Greek (Liddell-Scott)
καμπῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de forme courbe.
Étymologie: καμπύλος, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές (Α καμπυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος.
επίρρ...
καμπυλοειδῶς (Α)
με τρόπο καμπυλοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο-ειδής, σφαιρο-ειδής].