κανήτιον: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men

Source
(6_22)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰνήτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κάνεον]], «τὸ δὲ νῦν [[κανίσκιον]] [[κανήτιον]] ἐκάλουν» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 86.
|lstext='''κᾰνήτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κάνεον]], «τὸ δὲ νῦν [[κανίσκιον]] [[κανήτιον]] ἐκάλουν» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 86.
}}
{{grml
|mltxt=[[κανήτιον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του [[κάνεον]]) [[κανίσκι]], [[καλάθι]], [[πανέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάνης]], <i>κάνητ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλάθ</i>-<i>ιον</i>, <i>μαχαίρ</i>-<i>ιον</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνήτιον Medium diacritics: κανήτιον Low diacritics: κανήτιον Capitals: ΚΑΝΗΤΙΟΝ
Transliteration A: kanḗtion Transliteration B: kanētion Transliteration C: kanition Beta Code: kanh/tion

English (LSJ)

τό,

   A = κανίσκιον, Poll.6.86.

German (Pape)

[Seite 1320] τό, dim. zum Vor., Poll. 6, 86. 10, 90.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνήτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάνεον, «τὸ δὲ νῦν κανίσκιον κανήτιον ἐκάλουν» Πολυδ. Ϛ΄, 86.

Greek Monolingual

κανήτιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κάνεον) κανίσκι, καλάθι, πανέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνης, κάνητ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. καλάθ-ιον, μαχαίρ-ιον)].