καματηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(6_16)
(19)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμᾰτηφόρος''': -ον, ἐπιφέρων κάματον, κόπον, Ἱππόλυτ. 797Β.
|lstext='''κᾰμᾰτηφόρος''': -ον, ἐπιφέρων κάματον, κόπον, Ἱππόλυτ. 797Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[καματηφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιφέρει κάματο, κόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[κατά]] το [[πρότυπο]] τών <i>θανατη</i>-[[φόρος]], <i>λαμπαδη</i>-[[φόρος]], τών οποίων το -<i>η</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1316] Mühsal bringend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰτηφόρος: -ον, ἐπιφέρων κάματον, κόπον, Ἱππόλυτ. 797Β.

Greek Monolingual

καματηφόρος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει κάματο, κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -φόρος (< φέρω), κατά το πρότυπο τών θανατη-φόρος, λαμπαδη-φόρος, τών οποίων το -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].