κάρηαρ: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(Bailly1_3)
(19)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=[[καρήατος]] (τὸ) ; <i>dat.</i> [[καρήατι]], <i>pl.</i> [[καρήατα]];<br />v. [[κάρα]].
|btext=[[καρήατος]] (τὸ) ; <i>dat.</i> [[καρήατι]], <i>pl.</i> [[καρήατα]];<br />v. [[κάρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κάρηαρ]], τὸ (Α)<br />(υποθ. τ. ονομαστικής τών επικ. τ. καρήατος -ήατι, -ήατα) [[κεφαλή]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1327] als nom. zu καρήατος angenommen, nach B. A. 1386 bei Antimach., s. κάρα.)

French (Bailly abrégé)

καρήατος (τὸ) ; dat. καρήατι, pl. καρήατα;
v. κάρα.

Greek Monolingual

κάρηαρ, τὸ (Α)
(υποθ. τ. ονομαστικής τών επικ. τ. καρήατος -ήατι, -ήατα) κεφαλή.