κασσιτερουργός: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κασσῐτερουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν κασσίτερον, Γλωσσ. | |lstext='''κασσῐτερουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν κασσίτερον, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κασσιτερουργός]])<br />αυτός που εργάζεται τον κασσίτερο, που κατασκευάζει διάφορα σκεύη και αντικείμενα από κασσίτερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κασσίτερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερι</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A tinker, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1333] ὁ, der Zinnarbeiter?
Greek (Liddell-Scott)
κασσῐτερουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν κασσίτερον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α κασσιτερουργός)
αυτός που εργάζεται τον κασσίτερο, που κατασκευάζει διάφορα σκεύη και αντικείμενα από κασσίτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ερι-ουργός, ξυλ-ουργός].