καρχαρέος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_4)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρχαρέος''': -α, -ον, = [[κάρχαρος]], ἴδε [[καρχαλέος]] ΙΙ.
|lstext='''καρχαρέος''': -α, -ον, = [[κάρχαρος]], ἴδε [[καρχαλέος]] ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρχαρέος]], -α, -ον (Α) [[κάρχαρος]]<br />[[κάρχαρος]], [[δηκτικός]], με κοφτερά δόντια.
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρχᾰρέος Medium diacritics: καρχαρέος Low diacritics: καρχαρέος Capitals: ΚΑΡΧΑΡΕΟΣ
Transliteration A: karcharéos Transliteration B: karchareos Transliteration C: karchareos Beta Code: karxare/os

English (LSJ)

α, ον,

   A = κάρχαρος, κύνες EM493.1; cf.foreg.11.

German (Pape)

[Seite 1332] eigtl. = Vorigem; bes. bissig, von Hunden u. Wölfen, E. M. 493, 1, als v. l. für καρχαλέος bei Ap. Rh. u. Tryph.

Greek (Liddell-Scott)

καρχαρέος: -α, -ον, = κάρχαρος, ἴδε καρχαλέος ΙΙ.

Greek Monolingual

καρχαρέος, -α, -ον (Α) κάρχαρος
κάρχαρος, δηκτικός, με κοφτερά δόντια.