κατακούω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατακούσομαι;<br /><b>1</b> entendre clairement : [[τι]], τινος qch;<br /><b>2</b> prêter l’oreille à, écouter, gén. ; <i>fig.</i> obéir à, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀκούω]].
|btext=<i>f.</i> κατακούσομαι;<br /><b>1</b> entendre clairement : [[τι]], τινος qch;<br /><b>2</b> prêter l’oreille à, écouter, gén. ; <i>fig.</i> obéir à, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀκούω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακούω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούω]] καλά, [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] καλά («οὐδὲν κατήκουον... τῶν παραγγελλομένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακούω]] και πείθομαι, [[υπακούω]], υποτάσσομαι («Ἀράβιοι δὲ οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ακούω]] προσεκτικά<br /><b>4.</b> [[κρυφακούω]] («ὁ [[θυρωρός]]... κατήκουεν ἡμῶν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰκούω Medium diacritics: κατακούω Low diacritics: κατακούω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΥΩ
Transliteration A: katakoúō Transliteration B: katakouō Transliteration C: katakoyo Beta Code: katakou/w

English (LSJ)

   A hear and obey, be subject, Ἀράβιοι οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσι Hdt.3.88, cf. App.Syr. 55; τινος D.1.23, Arr.Fr.7J., App.Mith.57, Hierocl.in CA19p.461M.    2 give ear, listen to one, D.6.35; of eavesdroppers, Str.14.1.32.    3 hear plainly, τι E.Rh.553 (lyr.), Th.2.84, Pl.R.531a; τίνος; Ar.Ra.312, cf. Pl.Prt.330e; ὁ θυρωρὸς . . κατήκουεν ἡμῶν overheard us, ib.314c; κ. αὐλοῦντος Arist.EN1175b4: abs., Th.3.22.

German (Pape)

[Seite 1356] (s. ἀκούω), hören, vernehmen; σύριγγος ἰάν Eur. Rhes. 553; Thuc. 3, 22; ἠχήν Plat. Rep. VII, 531 a; – τινός, ὁ θυρωρὸς κατήκουεν ἡμῶν Prot. 314 c, vgl. 330 e; Dem. 1, 23; gehorchen, ἵν' αὐτοῦ κατακούοι τὰ παιδικά Plat. Riv. 133 b; Sp., wie App. Mithrid. 57; – τινί, gehorchen, unterthänig sein, Ἀράβιοι οὐδαμᾶ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσιν Her. 3, 88; App. Syr. 55.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰκούω: μέλλ. -σομαι, ἀκούω καὶ πείθομαι, ὑποτάσσομαι, Ἀράβιοι οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοδύνῃ Πέρσῃσι Ἡρόδ. 3. 88, πρβλ. Ἀππ. Συρ. 55· τινὸς Δημ. 15. 29, Ἀππ. Μιθρ. 57· πρβλ. κατήκοος. 2) μετὰ προσοχῆς ἀκούω ἢ δίδω ἀκρόασιν εἴς τινα, Δημ. 74. 6, Στράβ. 644· ἐπιμελητὴς χειροτονηθεὶς εὐσεβῶς κατήκουσε Ἐπιγρ. Dittenb. 647, 13. 3) ἀκούω σαφῶς, τι ἢ τινὰ Εὐρ. Ρῆσ. 553, Θουκ. 2. 84., 3. 22, Πλάτ. Πολ. 531Α· τινὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 312, Πλάτ. Πρωτ. 330 Ε· ὁ θυρωρὸς… κατήκουεν ἡμῶν, μᾶς ἤκουε κρυφίως, ἔβαλλεν αὐτί, ἐκρυφάκουεν, αὐτόθι 314C· κατακούειν τῶν λάθρᾳ καὶ ἐν ἀπορρήτῳ διαλεγομένων Στράβ. 14, 644· κ. τινὸς αὐλοῦντος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 4.

French (Bailly abrégé)

f. κατακούσομαι;
1 entendre clairement : τι, τινος qch;
2 prêter l’oreille à, écouter, gén. ; fig. obéir à, dat. ou gén..
Étymologie: κατά, ἀκούω.

Greek Monolingual

κατακούω (Α)
1. ακούω καλά, αντιλαμβάνομαι κάτι καλά («οὐδὲν κατήκουον... τῶν παραγγελλομένων», Θουκ.)
2. ακούω και πείθομαι, υπακούω, υποτάσσομαι («Ἀράβιοι δὲ οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσι», Ηρόδ.)
3. ακούω προσεκτικά
4. κρυφακούω («ὁ θυρωρός... κατήκουεν ἡμῶν», Πλάτ.).