καταρρήσσω: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_2) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταρρήσσω''': [[καταρρήγνυμι]], Ἡσύχ.- Μέσ., Διόδ., 1. 72. | |lstext='''καταρρήσσω''': [[καταρρήγνυμι]], Ἡσύχ.- Μέσ., Διόδ., 1. 72. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καταρρήσσω]], αττ. τ. καταρρήττω (Α)<br />[[καταρρήγνυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥήσσω]] μεταπλασμένος ενεστ. τ. του [[ῥήγνυμι]].———————— <b>(II)</b><br />καταρρήσω (Α)<br />ιων. τ. του [[καταράσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), Att. κατα-ρρήττω,
A = καταρρήγνυμι, in Med., τὰς ἐσθῆτας D.S.1.72.
καταρρήσσω (B), Ion. for καταρράσσω, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρήσσω: καταρρήγνυμι, Ἡσύχ.- Μέσ., Διόδ., 1. 72.
Greek Monolingual
(I)
καταρρήσσω, αττ. τ. καταρρήττω (Α)
καταρρήγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥήσσω μεταπλασμένος ενεστ. τ. του ῥήγνυμι.———————— (II)
καταρρήσω (Α)
ιων. τ. του καταράσσω.