καταστωμύλλομαι: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στωμύλλω]]. | |btext=bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στωμύλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταστωμύλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φλυαρώ]] υπερβολικά, [[πολυλογώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατεστωμυλμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[φλύαρος]], [[πολυλογάς]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ κατεστωμυλμένα</i><br />πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>στωμύλλομαι</i> «[[φλυαρώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A chatter, οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Dind. κἀστωμύλατο) Ar.Th.461: pf. part. κατεστωμυλμένος a chattering fellow, Id.Ra.1160, Numen. ap. Eus.PE14.5. II in pass. sense, τὰ κατεστ. things blabbed out, EM524.31.
Greek (Liddell-Scott)
καταστωμύλλομαι: ἀποθ., πολὺ φλυαρῶ, πολλὰ λέγω, οἶα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Δινδ. κἀστωμύλατο) Ἀριστοφ. Θεσμ. 461· μετοχ. πρκμ., ἄνθρωπος κατεστωμυλμένος, φλύαρος, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1160· φλήναφος καὶ κ. Νουμήν, παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 730Α· Ὁ Φρύν. ἑρμηνεύει ὁ πολλῇ τῇ στωμυλίᾳ χρώμενος, Ἀνέκδ. Βεκ. 45, 25. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., τὰ καταστωμυλμένα, τὰ πολλάκις φλυάρως ἐπαναληφθέντα, Ἐτυμ. Μέγ. 524. 31, ἐρμηνεύων τὴν λέξ. κόβαλα.
French (Bailly abrégé)
bavarder.
Étymologie: κατά, στωμύλλω.
Greek Monolingual
καταστωμύλλομαι (Α)
1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, -η, -ον
φλύαρος, πολυλογάς
3. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα
πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στωμύλλομαι «φλυαρώ»].