καταυαίνω: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(6_2) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταυαίνω''': [[καταξηραίνω]], ὁ Σείριος καταυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων Ἀρχίλ. 55, Λυκόφρ. 397, Λουκ. Ἔρωτ. 12·― ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις φέρεται, [[καθαυαίνω]]. | |lstext='''καταυαίνω''': [[καταξηραίνω]], ὁ Σείριος καταυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων Ἀρχίλ. 55, Λυκόφρ. 397, Λουκ. Ἔρωτ. 12·― ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις φέρεται, [[καθαυαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταυαίνω]] και [[καθαυαίνω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[αυαίνω]]) [[καταξεραίνω]], καταστεγνώνω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐαίνω]] «[[ξεραίνω]], [[στεγνώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -
A αυᾰνῶ Archil.61:—wither up, l.c.:—later καθαυαίνω Lyc.397, Luc.Am.12.
German (Pape)
[Seite 1387] ausdörren, austrocknen, Archil. 42; Luc. Amor. 12 καθαυαίνω geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
καταυαίνω: καταξηραίνω, ὁ Σείριος καταυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων Ἀρχίλ. 55, Λυκόφρ. 397, Λουκ. Ἔρωτ. 12·― ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις φέρεται, καθαυαίνω.
Greek Monolingual
καταυαίνω και καθαυαίνω (Α)
(επιτ. τ. του αυαίνω) καταξεραίνω, καταστεγνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αὐαίνω «ξεραίνω, στεγνώνω»].