κερατόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(6_18) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερᾱτόφωνος''': -ον, πέμπων φωνὴν [[κερατίνης]] σάλπιγγος, περὶ τῆς μαγάδιδος κρουομένης διὰ τοῦ πλήκτρου (;), Τελέστ. 5. | |lstext='''κερᾱτόφωνος''': -ον, πέμπων φωνὴν [[κερατίνης]] σάλπιγγος, περὶ τῆς μαγάδιδος κρουομένης διὰ τοῦ πλήκτρου (;), Τελέστ. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κερατόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί όπως το [[κέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A sounding with the horn, of the μάγαδις struck by the plectrum, Telest.4.
German (Pape)
[Seite 1422] wie ein Horn tönend, κλαγγά, der Schall des Hornes, Telest. Ath. XIV, 637 a.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτόφωνος: -ον, πέμπων φωνὴν κερατίνης σάλπιγγος, περὶ τῆς μαγάδιδος κρουομένης διὰ τοῦ πλήκτρου (;), Τελέστ. 5.
Greek Monolingual
κερατόφωνος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί όπως το κέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος].