κεφαλοτρύπανον: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(6_21)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφᾰλοτρύπᾰνον''': τό, [[τρυπάνιον]], Γαλην. 2. 399.
|lstext='''κεφᾰλοτρύπᾰνον''': τό, [[τρυπάνιον]], Γαλην. 2. 399.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεφαλοτρύπανον]], τὸ (Α)<br />ιατρικό [[τρυπάνι]] για [[τρύπημα]] του κρανίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τρύπανον]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρύπανον]] <span style="color: red;"><</span> <i>τρυπῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-[[τρύπανον]], <i>σιδηρο</i>-[[τρύπανον]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλοτρύπᾰνον Medium diacritics: κεφαλοτρύπανον Low diacritics: κεφαλοτρύπανον Capitals: ΚΕΦΑΛΟΤΡΥΠΑΝΟΝ
Transliteration A: kephalotrýpanon Transliteration B: kephalotrypanon Transliteration C: kefalotrypanon Beta Code: kefalotru/panon

English (LSJ)

[ῡ], τό,

   A trepan, Gal.14.785.

German (Pape)

[Seite 1428] τό, Schädelbohrer, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοτρύπᾰνον: τό, τρυπάνιον, Γαλην. 2. 399.

Greek Monolingual

κεφαλοτρύπανον, τὸ (Α)
ιατρικό τρυπάνι για τρύπημα του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -τρύπανον (< τρύπανον < τρυπῶ), πρβλ. ελικο-τρύπανον, σιδηρο-τρύπανον.