κινναβάρινος: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιννᾰβάρινος''': -η, -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κιννάβαρι]], [[ἐρυθρός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Ἀθήν. 390Β. | |lstext='''κιννᾰβάρινος''': -η, -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κιννάβαρι]], [[ἐρυθρός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Ἀθήν. 390Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κινναβάρινος]], -ίνη, -ον) [[κιννάβαρι]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κινναβάρεως, ο [[ερυθρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[βαμμένος]] με [[κιννάβαρι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A like cinnabar, vermilion, Arist.HA501a30, Ath.9.390b, Ael.NA4.21.
German (Pape)
[Seite 1441] von der Farbe des κιννάβαρι; Arist. H. A. 2, 1 E.; Ath. IX, 390 b.
Greek (Liddell-Scott)
κιννᾰβάρινος: -η, -ον, ὅμοιος πρὸς κιννάβαρι, ἐρυθρός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Ἀθήν. 390Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κινναβάρινος, -ίνη, -ον) κιννάβαρι
αυτός που έχει το χρώμα του κινναβάρεως, ο ερυθρός
νεοελλ.
ο βαμμένος με κιννάβαρι.