κιναχύρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6_9)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑνᾰχύρα''': ἡ, [[εἶδος]] σάκκου ἢ πυκνοῦ κοσκίνου, «πυκνάδας», πρὸς κοσκίνισιν, τοῦ ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 730. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολ.: «[[κιναχύρα]], [[ὄνομα]] δούλης».
|lstext='''κῑνᾰχύρα''': ἡ, [[εἶδος]] σάκκου ἢ πυκνοῦ κοσκίνου, «πυκνάδας», πρὸς κοσκίνισιν, τοῦ ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 730. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολ.: «[[κιναχύρα]], [[ὄνομα]] δούλης».
}}
{{grml
|mltxt=[[κιναχύρα]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] κόσκινου με το οποίο κοσκινιζόταν το [[αλεύρι]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνᾰχύρα Medium diacritics: κιναχύρα Low diacritics: κιναχύρα Capitals: ΚΙΝΑΧΥΡΑ
Transliteration A: kinachýra Transliteration B: kinachyra Transliteration C: kinachyra Beta Code: kinaxu/ra

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A sieve for bolting flour, Ar.Ec.730.

German (Pape)

[Seite 1439] ἡ, das Beutelsieb in der Mühle, die Kleie von dem Mehl zu sondern, Ar. Eccl. 730.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνᾰχύρα: ἡ, εἶδος σάκκου ἢ πυκνοῦ κοσκίνου, «πυκνάδας», πρὸς κοσκίνισιν, τοῦ ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 730. ― Κατὰ τὸν Σχολ.: «κιναχύρα, ὄνομα δούλης».

Greek Monolingual

κιναχύρα, ἡ (Α)
είδος κόσκινου με το οποίο κοσκινιζόταν το αλεύρι.