κίλλος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />âne gris.<br />'''Étymologie:''' [[κιλλός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />âne gris.<br />'''Étymologie:''' [[κιλλός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κίλλος]], ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> όνος<br /><b>2.</b> [[αστράγαλος]], [[κύβος]], [[κότσι]] από [[πόδι]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιλλός]], με αναβιβασμό του τόνου].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίλλος Medium diacritics: κίλλος Low diacritics: κίλλος Capitals: ΚΙΛΛΟΣ
Transliteration A: kíllos Transliteration B: killos Transliteration C: killos Beta Code: ki/llos

English (LSJ)

ὁ,

   A ass, Sammelb.5224.63 (written κεῖλος ib.29, 40), Hsch.; Dor.acc.to Poll.7.56; cf. κίλλαι.    2 = τέττιξ πρωϊνός (Cypr.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1438] ὁ, der Esel, nach Hesych. cyprisch, nach Poll. 7, 56 dor.; vgl. κίλλης u. κίλλιος; vielleicht mit κίλλω zusammenhangend, der Traber.

Greek (Liddell-Scott)

κίλλος: ὁ, ὄνος Ἡσύχ., Δωρ. λέξις κατὰ τὸν Πολυδ. Ζ΄, 56· θηλ. κίλλαι, Ἡσύχ., μετὰ τῆς ἑρμηνείας ἀστράγαλοι, δηλ. κύβοι πεποιημένοι ἐξ ὀστοῦ ὄνου.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
âne gris.
Étymologie: κιλλός.

Greek Monolingual

κίλλος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.)
1. όνος
2. αστράγαλος, κύβος, κότσι από πόδι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιλλός, με αναβιβασμό του τόνου].