κνηστήρ: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνηστήρ''': ῆρος, ὁ, ξυστικὴ [[μάχαιρα]], Νικ. Θηρ. 85, Ἀλεξιφ. 308, κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «[[φονεύς]], [[ὀλετήρ]]». | |lstext='''κνηστήρ''': ῆρος, ὁ, ξυστικὴ [[μάχαιρα]], Νικ. Θηρ. 85, Ἀλεξιφ. 308, κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «[[φονεύς]], [[ὀλετήρ]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κνηστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κνω]]<br /><b>1.</b> [[μαχαίρι]] για [[ξύσιμο]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[φονιάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A scraping-knife, Nic.Th.85, Al.308. II slayer, destroyer, Hsch. III gloss on κνῆστρον, Erot.
German (Pape)
[Seite 1460] ῆρος, ὁ, Schabmesser, Nic. Ther. 85 Al. 308; nach Hesych. auch φονεύς.
Greek (Liddell-Scott)
κνηστήρ: ῆρος, ὁ, ξυστικὴ μάχαιρα, Νικ. Θηρ. 85, Ἀλεξιφ. 308, κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «φονεύς, ὀλετήρ».
Greek Monolingual
κνηστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κνω
1. μαχαίρι για ξύσιμο
2. (κατά τον Ησύχ.) φονιάς.