κνηκίας: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>propr.</i> « le fauve », <i>càd</i> le loup.<br />'''Étymologie:''' [[κνηκός]].<br /><i><b>Syn.</b></i>[[λύκος]], [[μονιός]], [[μονόλυκος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>propr.</i> « le fauve », <i>càd</i> le loup.<br />'''Étymologie:''' [[κνηκός]].<br /><i><b>Syn.</b></i>[[λύκος]], [[μονιός]], [[μονόλυκος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κνηκίας]], δωρ. τ. [[κνακίας]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνῆκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βομβυκ</i>-<i>ίας</i>, <i>κροκ</i>-<i>ίας</i>). Ο [[λύκος]] ονομάστηκε [[έτσι]] από το πυρρόξανθο [[χρώμα]] του]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, Dor. κνᾱκίας, ὁ, (κνηκός) name for the
A wolf, Babr.122.12.
German (Pape)
[Seite 1460] ὁ, der Falbe, Gelbliche, von κνηκός, der Wolf, Babr. 122, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκίας: -ου, ὁ, Δωρ. κνᾱκίας, πρβλ. κνηκός, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
propr. « le fauve », càd le loup.
Étymologie: κνηκός.
Syn.λύκος, μονιός, μονόλυκος.
Greek Monolingual
κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α)
ονομασία του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. -ίας (πρβλ. βομβυκ-ίας, κροκ-ίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του].