κόλαβρος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />porcelet, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' t. thrace ou carien. | |btext=ου (ὁ) :<br />porcelet, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' t. thrace ou carien. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόλαβρος]], ὁ (AM)<br />[[μικρός]] [[χοίρος]], [[γουρουνάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άσμα]] που συνόδευε τον χορό του κολαβρισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] θρακικής ή καρικής προελεύσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A a song to which the κολαβρισμός was danced, Ath.4.164e, Demetr. Sceps. ap. eund.15.697c. II young pig, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1472] ὁ, ein Gesang, nach dem der Waffentanz κολαβρισμός getanzt wurde, Ath. XV, 697 b, vgl. IV, 164 e. – Nach Suid. das Ferkel. Vgl. μολοβρία.
Greek (Liddell-Scott)
κόλαβρος: ὁ, ᾆσμα πρὸς ὃ ἐχόρευον τὸν κολαβρισμόν, Ἀθήν. 164E, 697C. ΙΙ. «ὁ μικρὸς χοῖρος», Σουΐδ. ἐν λέξ. κολαβρισθείη.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
porcelet, animal.
Étymologie: t. thrace ou carien.
Greek Monolingual
κόλαβρος, ὁ (AM)
μικρός χοίρος, γουρουνάκι
αρχ.
άσμα που συνόδευε τον χορό του κολαβρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο θρακικής ή καρικής προελεύσεως].