κοκκυγέα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_9)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοκκυγέα''': ἡ, [[δένδρον]] χρησιμεῦον πρὸς κοκκίνην βαφήν, ἔχον τὸν καρπὸν ἐν χνοώδει θήκῃ, [[ἴσως]] τὸ rhus cotinus Λινν., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 6· coccygia Πλίν. 13. 41.
|lstext='''κοκκυγέα''': ἡ, [[δένδρον]] χρησιμεῦον πρὸς κοκκίνην βαφήν, ἔχον τὸν καρπὸν ἐν χνοώδει θήκῃ, [[ἴσως]] τὸ rhus cotinus Λινν., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 6· coccygia Πλίν. 13. 41.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοκκυγέα]], ἡ (Α) [[κόκκυξ]]<br />[[δένδρο]] με χνουδωτό καρπό [[μέσα]] σε [[θήκη]], το οποίο χρησίμευε για κόκκινη [[βαφή]], ίσως το τοξικό [[είδος]] [[ρους]] ο [[κότινος]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκυγέα Medium diacritics: κοκκυγέα Low diacritics: κοκκυγέα Capitals: ΚΟΚΚΥΓΕΑ
Transliteration A: kokkygéa Transliteration B: kokkygea Transliteration C: kokkygea Beta Code: kokkuge/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wig-tree, Rhus Cotinus, cj. in Thphr.HP3.16.6, cf. Plin.HN13.121:—but κοκκυγία· ἀνεμώνη (Croton.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1471] ἡ, ein Baum, der zum Rothfärben diente u. eine mit Wolle umgebene Frucht trug, eine Art Sumach; Theophr. u. Hesych., der davon auch die Verbalform κεκοκκυγωμένην anführt u. erkl. κεχρισμένην χρώματι κοκκυγίνῳ.

Greek (Liddell-Scott)

κοκκυγέα: ἡ, δένδρον χρησιμεῦον πρὸς κοκκίνην βαφήν, ἔχον τὸν καρπὸν ἐν χνοώδει θήκῃ, ἴσως τὸ rhus cotinus Λινν., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 6· coccygia Πλίν. 13. 41.

Greek Monolingual

κοκκυγέα, ἡ (Α) κόκκυξ
δένδρο με χνουδωτό καρπό μέσα σε θήκη, το οποίο χρησίμευε για κόκκινη βαφή, ίσως το τοξικό είδος ρους ο κότινος.