κονυζίτης: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(6_2) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κονυζίτης''': [[οἶνος]], ὁ, [[οἶνος]] παρεσκευασμένος μὲ κόνυζαν, Διοσκ. 5. 63. | |lstext='''κονυζίτης''': [[οἶνος]], ὁ, [[οἶνος]] παρεσκευασμένος μὲ κόνυζαν, Διοσκ. 5. 63. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κονυζίτης]], ὁ (ΑM)<br />(για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[κόνυζα]], αυτός που περιέχει [[κόνυζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσ</i>-[[ίτης]], <i>ρητιν</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ] οἶνος, ὁ, wine
A flavoured with κόνυζα, Dsc.5.53, Gp.8.10.
German (Pape)
[Seite 1482] ὁ, οἶνος, mit κόνυζα abgezogener Wein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κονυζίτης: οἶνος, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μὲ κόνυζαν, Διοσκ. 5. 63.
Greek Monolingual
κονυζίτης, ὁ (ΑM)
(για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από κόνυζα, αυτός που περιέχει κόνυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνυζα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. θαλασσ-ίτης, ρητιν-ίτης)].