κολύμφατος: Difference between revisions

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
(6_9)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολύμφατος''': ἢ -βατος, ἡ, [[εἶδος]] φυτοῦ, Γεωπ. 2. 5, 1.
|lstext='''κολύμφατος''': ἢ -βατος, ἡ, [[εἶδος]] φυτοῦ, Γεωπ. 2. 5, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολύμφατος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φλοιός]], [[λεπίδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. [[κολύμβατος]] από [[επίδραση]] τών [[βάτος]] και [[κολυμβάς]] με σημ. «[[θάμνος]], [[στοιβή]]»].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολύμφατος Medium diacritics: κολύμφατος Low diacritics: κολύμφατος Capitals: ΚΟΛΥΜΦΑΤΟΣ
Transliteration A: kolýmphatos Transliteration B: kolymphatos Transliteration C: kolymfatos Beta Code: kolu/mfatos

English (LSJ)

φλοιός, λεπίδιον, Hsch. κολυμφάω,

   A v. κολυμβάω. κολυρίζοντες· ἐκκενοῦντες, Id. κολυτέα, ἡ, bladdersenna, Colutea arborescens, Thphr.HP3.14.4. κόλυτρον, τό, v. κόλυθρον. κολύφανον· φλοιός, λεπύριον, Hsch. (cf. κελύφανον). κολυφρόν· ἐλαφρόν, Id. κόλφος, = κόλπος, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1476] ὁ, eine Pflanze, die feuchten Grund anzeigt, auch κολύμβατος, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

κολύμφατος: ἢ -βατος, ἡ, εἶδος φυτοῦ, Γεωπ. 2. 5, 1.

Greek Monolingual

κολύμφατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φλοιός, λεπίδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. κολύμβατος από επίδραση τών βάτος και κολυμβάς με σημ. «θάμνος, στοιβή»].