κραυγός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(6_19)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραυγός''': -οῦ, ὁ, «δρυοκολάπτου [[εἶδος]]» Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ «κραυγόν· ποιὸς [[ὄρνις]]», [[ἔνθα]] ἡ ἀλφαβητικὴ [[τάξις]] ἀπαιτεῖ κραυγών, όνος, ὁ.
|lstext='''κραυγός''': -οῦ, ὁ, «δρυοκολάπτου [[εἶδος]]» Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ «κραυγόν· ποιὸς [[ὄρνις]]», [[ἔνθα]] ἡ ἀλφαβητικὴ [[τάξις]] ἀπαιτεῖ κραυγών, όνος, ὁ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραυγός]], ὁ, και κραυγόν, τὸ (Α) [[κραυγή]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δρυοκολάπτης]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραυγός Medium diacritics: κραυγός Low diacritics: κραυγός Capitals: ΚΡΑΥΓΟΣ
Transliteration A: kraugós Transliteration B: kraugos Transliteration C: kravgos Beta Code: kraugo/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A woodpecker, Hsch.:—also κραυγόν (leg. -γών), Id.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγός: -οῦ, ὁ, «δρυοκολάπτου εἶδος» Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ «κραυγόν· ποιὸς ὄρνις», ἔνθα ἡ ἀλφαβητικὴ τάξις ἀπαιτεῖ κραυγών, όνος, ὁ.

Greek Monolingual

κραυγός, ὁ, και κραυγόν, τὸ (Α) κραυγή
(κατά τον Ησύχ.) δρυοκολάπτης.