κρυπτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
(6_4)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρυπτήριος''': -α, -ον, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἀπόκρυψιν, κρυπτήριον [[ἄντρον]] Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6· κρυπτήριον, τό, κρυψών, [[κρύπτη]] ἢ [[εἱρκτή]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, 809D.
|lstext='''κρυπτήριος''': -α, -ον, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἀπόκρυψιν, κρυπτήριον [[ἄντρον]] Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6· κρυπτήριον, τό, κρυψών, [[κρύπτη]] ἢ [[εἱρκτή]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, 809D.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρυπτήριος]], -ία, -ον (Α) [[κρυπτήρ]]<br /><b>1.</b> [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[απόκρυψη]], [[κατάλληλος]] για να κρυφτεί [[κάποιος]] («κρυπτήριον [[ἄντρον]]»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κρυπτηρία</i><br />[[κρύπτη]], [[κρυψώνας]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κρυπτήριον</i><br />α) [[κρύπτη]], [[κρυψώνας]] θησαυρού<br />β) υπόγεια [[φυλακή]], [[ειρκτή]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυπτήριος Medium diacritics: κρυπτήριος Low diacritics: κρυπτήριος Capitals: ΚΡΥΠΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kryptḗrios Transliteration B: kryptērios Transliteration C: kryptirios Beta Code: krupth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A convenient for concealing, ἄντρον Orac. ap. Paus.8.42.6; κρυπτήριον, τό, dungeon, prob. l. in E.Cret.48.

German (Pape)

[Seite 1515] bequem zum Verbergen; ἄντρον, Orak. bei Paus. 8, 42; τὸ κρυπτήριον, Sp., der Schlupfwinkel.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτήριος: -α, -ον, ἁρμόδιος πρὸς ἀπόκρυψιν, κρυπτήριον ἄντρον Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6· κρυπτήριον, τό, κρυψών, κρύπτηεἱρκτή, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, 809D.

Greek Monolingual

κρυπτήριος, -ία, -ον (Α) κρυπτήρ
1. σκοτεινός
2. κατάλληλος για απόκρυψη, κατάλληλος για να κρυφτεί κάποιος («κρυπτήριον ἄντρον»)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κρυπτηρία
κρύπτη, κρυψώνας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρυπτήριον
α) κρύπτη, κρυψώνας θησαυρού
β) υπόγεια φυλακή, ειρκτή.