κρυσταλλόπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />congelé, glacé.<br />'''Étymologie:''' [[κρύσταλλος]], [[πήγνυμι]].
|btext=ος, ον :<br />congelé, glacé.<br />'''Étymologie:''' [[κρύσταλλος]], [[πήγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κρυσταλλόπηκτος]], -ον, αρσ. και θηλ. και [[κρυσταλλοπήξ]], -ῆγος)<br />[[παγωμένος]] ή πηγμένος σαν το [[κρύσταλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πηκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πασσαλό</i>-<i>πηκτος</i>, <i>σακχαρό</i>-<i>πηκτος</i>. Ο τ. [[κρυσταλλοπήξ]] <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλος]] <span style="color: red;">+</span> <i>πήξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρματο</i>-<i>πήξ</i>, <i>κλινο</i>-<i>πήξ</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυσταλλόπηκτος Medium diacritics: κρυσταλλόπηκτος Low diacritics: κρυσταλλόπηκτος Capitals: ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: krystallópēktos Transliteration B: krystallopēktos Transliteration C: krystallopiktos Beta Code: krustallo/phktos

English (LSJ)

ον,

   A congealed to ice, frozen, E.Rh.441:— also κρυσταλλο-πήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, A.Pers.501.

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλόπηκτος: -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― ὡσαύτως, κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κρυσταλλόπηκτος, -ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, -ῆγος)
παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλό-πηκτος, σακχαρό-πηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματο-πήξ, κλινο-πήξ].