Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(6_7)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυανοβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος μὲ [[χρῶμα]] κυανοῦν, Ἐκκλ.
|lstext='''κυανοβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος μὲ [[χρῶμα]] κυανοῦν, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυανοβαφής]], -ές (Α)<br />[[βαμμένος]] με κυανό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρο</i>-<i>βαφής</i>, <i>πορφυρο</i>-<i>βαφής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1521] ές, dunkelblau gefärbt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυανοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος μὲ χρῶμα κυανοῦν, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κυανοβαφής, -ές (Α)
βαμμένος με κυανό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθρο-βαφής, πορφυρο-βαφής].